ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
1 impedir, retardar (ἡ λύπη) ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα Anon.in EN 452.25.2 demorar, detener en v. pas. ἐνεμποδίσθη παρὰ τοῦ Βελίαρ T.Sal.D 1.5.