ἐνεπιδείκνυμαι

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεπιδείκνῠμαι Medium diacritics: ἐνεπιδείκνυμαι Low diacritics: ενεπιδείκνυμαι Capitals: ΕΝΕΠΙΔΕΙΚΝΥΜΑΙ
Transliteration A: enepideíknymai Transliteration B: enepideiknymai Transliteration C: enepideiknymai Beta Code: e)nepidei/knumai

English (LSJ)

Med.,
A display in, τὴν εὔνοιαν ἔν τισι Isoc.19.24; σύνεσιν πράγμασι Ph.1.398, cf. Plu.2.90e.
II abs., show off, make a display, Ph.2.28, Lib.Decl.16.28.

Spanish (DGE)

1 mostrar, manifestar, hacer gala de c. ac. de abstr. οἷς (πράγμασι) σύνεσιν καὶ εὐβουλίαν ἐνεπιδείξεται Ph.1.398, πραότητα ... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθραις Plu.2.90e, τὴν σοφίαν Eus.Hierocl.26.14.
2 exhibirse Thphr.Char.5.10
hacerse notar, quedar en evidencia ἵνα μὴ ... ἐνεπιδείκνυσθαι δοκῇ Ph.2.28, cf. Lib.Decl.16.28.

French (Bailly abrégé)

seul. Moy.
montrer dans, exposer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἐπιδείκνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεπιδείκνῠμαι: проявлять, обнаруживать (πρᾳότητα ταῖς ἔχθραις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεπιδείκνῠμαι: μέσ., ἐπιδεικνύω ἐν, πρᾳότητα... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθαραις Πλούτ. 2. 90Ε.

Greek Monolingual

ἐνεπιδείκνυμαι (Α)
παρουσιάζω, επιδεικνύω, φανερώνω.