ἐνσωρεύω

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνσωρεύω Medium diacritics: ἐνσωρεύω Low diacritics: ενσωρεύω Capitals: ΕΝΣΩΡΕΥΩ
Transliteration A: ensōreúō Transliteration B: ensōreuō Transliteration C: ensoreyo Beta Code: e)nswreu/w

English (LSJ)

heap on or in, τῷ κολπώματι χρυσόν Sch.Pi.P.7Intr.:—Pass., σῖτος εἰς τὰ δώματ' -εύεται [Emp.]Sphaer.123.

Spanish (DGE)

amontonar, hacer acopio de, acumular τῷ κολπώματι χρυσόν Sch.Pi.P.7 proem., en v. pas. τοὺς ἐξ ἀγρῶν συλλεγέντας πόνους ἐνσωρεύειν ἀποθήκαις ταῖς ἄνω amontonar en los almacenes celestes las cosechas recogidas en los campos, Cyr.Al.M.72.268B, σῖτος ... εἰς τὰ δώματα Ps.Emp.Sphaer.123, fig. δυσφημιῶν ὄχλος ... τῷ βιβλίῳ Cyr.Al.Nest.proem. (p.14.34), cf. M.76.857A, 1008B.

German (Pape)

[Seite 853] darin anhäufen, Schol. Pind. 7, 1 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐνσωρεύω: нагромождать Emped.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσωρεύω: σωρεύω ἔν τινι, Ψευδο-Ἐμπεδ. ἐν Φαβρ. Ἑλλην. Βιβλ. 1, σ. 822, Κύριλλ. Ἀλ. ΙΧ. 1008Β.

Greek Monolingual

(AM ἐνσωρεύω) σωρεύω
σωρεύω μέσα σε κάτι, συσσωρεύω
αρχ.
παθ. ἐνσωρεύομαι
(για πλήθος) συρρέω, μαζεύομαι.