ἐξαδιαφορέω
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
to be utterly indifferent to, Ph.1.214, 2.279.
Spanish (DGE)
ser completamente indiferente a, despreciar τὰ ἀδιάφορα Ph.2.279, cf. 1.214.
German (Pape)
[Seite 862] für ganz gleichgültig halten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰδιᾰφορέω: εἶμαι ὅλως ἀδιάφορος, ἀδιαφορῶ, Φίλων Ι. 214. 39, ΙΙ. 279. 24.
Greek Monolingual
ἐξαδιαφορῶ, ἐξαδιαφορέω (Α) αδιαφορώ
αδιαφορώ εντελώς.