ἐπίστω

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. att. de ἐπίσταμαι.

Greek Monotonic

ἐπίστω: αντί ἐπίστασο, βʹ ενικ. προστ. του ἐπίσταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστω: Soph., Xen. imper. sing. к ἐπίσταμαι I.