ἐπιζυγίς
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A iron pin upon which the strands of the torsion engine were wound, Ph.Bel.53.27, Hero Bel.83.5.
II. cross beam,Apollod. Poliorc.172.7.
German (Pape)
[Seite 941] ίδος, ἡ, das Daraufgefügte, ein Teil an den Wurfmaschinen, Sp.
Greek Monolingual
ἐπιζυγίς, ἡ (Α)
1. σιδερένια περόνη με την οποία στερέωναν τη νευρά του καταπέλτη ή του πετροβόλου
2. δοκός σταυρωτά τοποθετημένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζυγίς (< ζυγός)].