ἐπιθυμητικῶς
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
French (Bailly abrégé)
adv.
ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός être désireux de qch.
Étymologie: ἐπιθυμητικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθυμητικῶς: испытывая влечение: ἐ. ἔχειν τινός Plat. желать чего-л.