γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
ἐπικοινόομαι: Μέσ., ζητώ την συμβουλή, τινι περί τινος, σε Πλάτ.
ἐπικοινόομαι: советоваться, совещаться (τινι περί τινος Plat.).
Mid. to consult with, τινι περί τινος Plat.