ἐπιφυλλόκαρπος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ἐπιφυλλόκαρπον, with fruit upon the leaves, Thphr. HP 1.10.8, 3.17.4.
German (Pape)
[Seite 1001] an den Blättern die Frucht tragend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφυλλόκαρπος: -ον, ἔχων καρποὺς ἐπὶ τῶν φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 8.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπιφυλλόκαρπος, -ον)
(για φυτά) αυτός που οι καρποί του φυτρώνουν πάνω στα φύλλα («καὶ ἔνια καρποφόρα, μεταξὺ περιειληφότα τὸν καρπόν, ὥσπερ ἡ ἀλεξανδρεία δάφνη, ἐπιφυλλόκαρπος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φύλλον + καρπός].