πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
impf. de ἐποπτάω.
ἐπώπτων: παρατ. αντί ἐποπτάω.
ἐπώπτων: эп. 3 л. pl. impf. к ἐποπτάω.