ἐπώπτων

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

French (Bailly abrégé)

impf. de ἐποπτάω.

Greek Monotonic

ἐπώπτων: παρατ. αντί ἐποπτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπώπτων: эп. 3 л. pl. impf. к ἐποπτάω.