ἐπῆρσα
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
French (Bailly abrégé)
v. *ἐπαραρίσκω.
English (Autenrieth)
see ἐπαραρίσκω.
Greek Monotonic
ἐπῆρσα: Επικ. αόρ. αʹ του ἐπαραρίσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπῆρσα: эп. aor. 1 к *ἐπαραρίσκω.