ἐρίτμητος

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίτμητος Medium diacritics: ἐρίτμητος Low diacritics: ερίτμητος Capitals: ΕΡΙΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: erítmētos Transliteration B: eritmētos Transliteration C: eritmitos Beta Code: e)ri/tmhtos

English (LSJ)

ἐρίτμητον, well-cut, ἱμάντες Opp.C. 4.106.

German (Pape)

[Seite 1031] gut geschnitten, ἱμάντες, Opp. Cyn. 4, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίτμητος: -ον, καλῶς κεκομμένος, ἐριτμήτοισιν ἱμᾶσι Ὀππ. Κυν. 4. 106.

Greek Monolingual

ἐρίτμητος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοπεί καλά («ἐρίτμητοι ἱμάντες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τμητός (< τέμνω)].