ἐρείπιος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ἐρείπιον, falling, ruinous, οἰκία Ph.1.197, cf. 2.436; ἐρείπιος γῆ· ἡ χέρσος, Suid.
German (Pape)
[Seite 1024] ον, einstürzend, οἰκία Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρείπιος: -ον, ἐν καταστάσει ἐρειπίου, Φίλων Ι. 197. 37. - Κατὰ Σουΐδ.: «ἐρείπιος γῆ, ἡ χέρσος», πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. δαπέδοις.