ἐριπτοίητος

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριπτοίητος Medium diacritics: ἐριπτοίητος Low diacritics: εριπτοίητος Capitals: ΕΡΙΠΤΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eriptoíētos Transliteration B: eriptoiētos Transliteration C: eriptoiitos Beta Code: e)riptoi/htos

English (LSJ)

ἐριπτοίητον, much scared, Nonn. D. 28.13.

German (Pape)

[Seite 1030] sehr geschreckt, Nonn. D. 28, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριπτοίητος: -ον, παρὰ πολὺ πτοούμενος, ἔντρομος, Νόνν. Δ. 28. 13.

Greek Monolingual

ἐριπτοίητος, -ον (Α)
αυτός που πτοείται, που φοβάται υπερβολικά, ο έντρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. πρόθημα ερι- + πτοητός (< πτοώ)].