ἐσίπταμαι
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
v. sub. εἰσίπταμαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. εἰσίπταμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐσίπταμαι: = εἰσίπταμαι.