ἐφίστιος
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
Full diacritics: ἐφίστιος | Medium diacritics: ἐφίστιος | Low diacritics: εφίστιος | Capitals: ΕΦΙΣΤΙΟΣ |
Transliteration A: ephístios | Transliteration B: ephistios | Transliteration C: efistios | Beta Code: e)fi/stios |
v. ἐφέστιος.
-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)
αρχ.
επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.