ἐφεδριάω
From LSJ
English (LSJ)
v. ἐφεδράζω.
German (Pape)
[Seite 1113] = ἐφεδράζω, Coluth. 15; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεδριάω: τῷ προηγ., Κόλουθ. 15. ΙΙ. μεταβ., βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, γέροντα ἐλάζετο χειρός, καὶ μιν ἐφεδριάασκεν Τζέτζ. εἰς Ὁμ. 391.