ἑσταώς

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monotonic

ἑσταώς: πληθ. -αότες, ποιητ. αντί ἑστηκώς, -ηκότες, μτχ. παρακ. του ἵστημι.