ἔβλαβεν

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de βλάπτω.

Greek Monotonic

ἔβλᾰβεν: Επικ. αντί -ησαν, γʹ πληθ. Παθ. αορ. βʹ του βλάπτω.