Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
v. γιγνώσκω.
ἔγνωκα: ἔγνωσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του γιγνώσκω.
ἔγνωκα: pf. к γιγνώσκω.