ἔγνωκα

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

French (Bailly abrégé)

v. γιγνώσκω.

Greek Monotonic

ἔγνωκα: ἔγνωσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἔγνωκα: pf. к γιγνώσκω.