ἔγχρυσος

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχρῡσος Medium diacritics: ἔγχρυσος Low diacritics: έγχρυσος Capitals: ΕΓΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: énchrysos Transliteration B: enchrysos Transliteration C: egchrysos Beta Code: e)/gxrusos

English (LSJ)

ἔγχρυσον, golden, ὅπλον Schwyzer647.35 (Cyme, i A.D.); στολή Philostr.Im.1.22; πρόσοψις D.S.3.39.

Spanish (DGE)

-ον
dorado εἰκὼν γραπτὰ ἐν ὅπλῳ ἐνχρύσῳ retrato pintado sobre un escudo dorado, IKyme 19.35 (I a./d.C.)
con reflejos de oro στολή Philostr.Im.1.22, πρόσοψις del topacio, Agatharch.82.

German (Pape)

[Seite 714] vergoldet, πρόσοψις, wie Gold, D. Sic. 3, 39, u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχρῡσος: золотистый (λίθος ἔγχρυσον πρόσοψιν παρεχόμενος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχρῡσος: -ον, χρυσοῦς, ὅπλον Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 35· στολὴ Φιλόστρ. 796 πρόσοψις Διόδ. 3. 39.

Greek Monolingual

ἔγχρυσος, -ον (Α)
επιχρυσωμένος, χρυσωμένος
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.