αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
ao. poét. de δείδω.
v. δείδω.
ἔδδεισα: Επικ. αντί ἔδεισα, αόρ. αʹ του δείδω.
ἔδδεισα: Hom. aor. к δείδω.