ἔδδεισα

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

French (Bailly abrégé)

ao. poét. de δείδω.

Spanish (DGE)

v. δείδω.

Greek Monotonic

ἔδδεισα: Επικ. αντί ἔδεισα, αόρ. αʹ του δείδω.

Russian (Dvoretsky)

ἔδδεισα: Hom. aor. к δείδω.