ἔκτημαι

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

French (Bailly abrégé)

pf. ion. de κτάομαι.

Greek Monotonic

ἔκτημαι: αντί κέκτημαι, παρακ. του κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἔκτημαι: Hom., Aesch. pf. pass. к κτάομαι.