Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
3ᵉ pl. impf. poét. de ἔνειμι;3ᵉ pl. ao.2 poét. de ἐνίημι.
see ἔνειμι.
ἔνεσαν: Επικ. αντί ἔνησαν, γʹ πληθ. παρατ. του ἔνειμι (εἰμί, sum).
ἔνεσαν: (= ἐνῆσαν) эп. 3 л. pl. impf. к ἔνειμι.