French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. poét. de ἔνειμι;
3ᵉ pl. ao.2 poét. de ἐνίημι.
English (Autenrieth)
see ἔνειμι.
Greek Monotonic
ἔνεσαν: Επικ. αντί ἔνησαν, γʹ πληθ. παρατ. του ἔνειμι (εἰμί, sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔνεσαν: (= ἐνῆσαν) эп. 3 л. pl. impf. к ἔνειμι.