εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels
see τρέπω.
ἔτρᾰπον: ἐτράπην, Ενεργ. και Παθ. αόρ. βʹ του τρέπω.
ἔτραπον: aor. 2 к τρέπω.