ἔτραπον

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

English (Autenrieth)

see τρέπω.

Greek Monotonic

ἔτρᾰπον: ἐτράπην, Ενεργ. και Παθ. αόρ. βʹ του τρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔτραπον: aor. 2 к τρέπω.