ἕπευ

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. épq. de ἕπομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἕπευ: ион. imper. к ἕπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἕπευ: Ἰων. παρατ. τοῦ ἕπομαι, ἀλλ’ ἕπευ Ὁμ. Ἰλ. Κ. 146, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

see ἕπω.

Greek Monotonic

ἕπευ: Ιων. αντί ἕπου, προστ. του ἕπομαι.