ἠελιῶτις
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
v. ἡλιώτης.
German (Pape)
[Seite 1155] ιδος, ἡ, s. ἡλιῶτις.
Greek (Liddell-Scott)
ἠελιῶτις: ἴδε ἐν λ. ἡλιώτης.
Greek Monotonic
ἠελιῶτις: Επικ. θηλ. του ἡλιώτης.