ἡμίλεκτος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

German (Pape)

[Seite 1168] halb gesagt, Theophyl.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίλεκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λεχθείς, λόγος Θεοφύλ.

Greek Monolingual

ἡμίλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].