ἡμιάρτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, half-loaf, Epich.52, Sophr.27,28.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιάρτιον: τό, ἥμισυς ἄρτος, Σώφρων 57 Ahrens·- «εἶδος ἄρτου ἡμικυκλῶδες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡμιάρτιον, τὸ (Α)
1. μισός άρτος
2. (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος ἄρτου ἡμικυκλώδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + άρτιον (< θ. αρτ- του άρτος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].
German (Pape)
τό, Sophron. und Epicharm. bei Ath. III.110c, Halbbrödchen, oder eine bes. Art Brot.