ἡμιύφαντος
From LSJ
Menander, fragment 761
German (Pape)
[Seite 1170] halb gewebt, Aen. Tact. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιύφαντος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ὑφασμένος, Αἰν. Τακτ. 29.
Greek Monolingual
ἡμιύφαντος, -ον (Α)
ο υφασμένος αραιά, μισόϋφασμένος.