Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡρμοσμένως

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡρμοσμένως Medium diacritics: ἡρμοσμένως Low diacritics: ηρμοσμένως Capitals: ΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hērmosménōs Transliteration B: hērmosmenōs Transliteration C: irmosmenos Beta Code: h(rmosme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., (ἁρμόζω) fitly, D.S.17.19.

German (Pape)

[Seite 1176] passend, schicklich, D. Sic. 17, 19, öfter in Schol.

Russian (Dvoretsky)

ἡρμοσμένως: ἁρμόττω надлежащим образом, как следует (τὴν δύναμιν ἐκτάξαι πρὸς τὸν ἀγῶνα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡρμοσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἁρμόζω, ἁρμοδίως, προσφυῶς, Διόδ. 17. 19.

Greek Monolingual

ἡρμοσμένως (Α)
επίρρ. επιτήδεια, αρμόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηρμοσμένος του αρμόζω].