ἤντεον

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

French (Bailly abrégé)

impf. de ἀντέω.

English (Autenrieth)

see ἀντάω.

Greek Monotonic

ἤντεον: ἤντησα, παρατ. και αόρ. αʹ του ἀντάω.

Russian (Dvoretsky)

ἤντεον: эп. impf. к ἀντάω.