ἰδιαστικός

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιαστικός: -ή, -όν, ἀποκεχωρισμένος τῶν ἄλλων, ἰδιαστικὸς βίος καὶ ἀπράγμων Μ. Ἀκομ. τ. Α΄, σ. 349 κἀλλ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 300.