ἰδιοσύγκριτος

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐοσύγκρῐτος Medium diacritics: ἰδιοσύγκριτος Low diacritics: ιδιοσύγκριτος Capitals: ΙΔΙΟΣΥΓΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: idiosýnkritos Transliteration B: idiosynkritos Transliteration C: idiosygkritos Beta Code: i)diosu/gkritos

English (LSJ)

ἰδιοσύγκριτον, peculiarly composed, Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1237] eigenthümlich zusammengesetzt, Hermes bei Stob. Ecl. phys. 1 p. 938.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιοσύγκρῐτος: -ον, κατ’ ἴδιον τρὸπον συντεθειμένος, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 938.

Greek Monolingual

ἰδιοσύγκριτος, -ον (Α)
αυτός που έχει συντεθεί με ιδιαίτερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + συγκρίνω.