τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
adv.
directement ; tout de suite, aussitôt.
Étymologie: ἰθύς.
ἰθέως: (ῑ) adv. прямо, тут же, сразу: ἰ. τῇ πάγῃ ἐνεχεσθαι Her. тотчас же попасться в западню.
ἰθέως: «ὀρθῶς» Ἡσύχ.