ἰσοτύραννος
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
English (LSJ)
[ῠ], ον<, despotic, absolute, ἀρχή Arist.Pol.1270b14, D.H.5.70.
German (Pape)
[Seite 1268] einem Tyrannen gleich; ἀρχή Arist. pol. 2, 7; D. Hal. 5, 70.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτύραννος: самовластный, самодержавный, тираннический (ἀρχή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτύραννος: -ον, ἰσοτύραννος ἀρχή, ἴση τῇ τυραννίᾳ, ἀπόλυτος, δεσποτική, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 20, Διον. Ἁλ. 5. 70.
Greek Monolingual
ἰσοτύραννος, -ον (Α)
αυτός που είναι όμοιος με τύραννο, τυραννικός, αυταρχικός.