ἱερακοτάφος
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, one who buries sacred hawks, PStrassb.91.5 (i B.C.), etc.
Greek Monolingual
ἱερακοτάφος, ό (Α)
αυτός που έθαβε ιερά γεράκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -ταφος < τάφος (πρβλ. ιβιοτάφος, κριοτάφος)].