ἱερευτικός
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
English (LSJ)
ἱερευτική, ἱερευτικόν, sacrificial, sacred, belonging to a ἱερόν, [γῆ] PTeb.5.236 (ii B.C.): ἱερευτικά, τά, ib.257.
Greek Monolingual
ἱερευτικός, -ή, -όν (Α) ιερεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ιερό.