ἱμεράμπυξ
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
[ῑ], ῠκος, ἡ, with lovely diadem, θεά B.16.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμεράμπυξ: -υκος, ἡ, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδ., ἡ ἔχουσα ἱμερόεσσαν ἄμπυκα, ἐρατεινὸν διάδημα ἢ ταινίαν πρὸς ἀνάδεσιν τῶν τριχῶν, Βακχυλ. 16. 9, ἔκδ. Blass.
Greek Monolingual
ἱμεράμπυξ, ἡ (Α)
(ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που έχει «ἱμερόεσσαν ἄμπυκα», ωραίο διάδημα στα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + ἄμπυξ «διάδημα»].