ἱπποπώλης

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, Pferdehändler.

Greek Monolingual

ο
πωλητής ίππων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης οπωρο-πώλης.