ἱππόμορφος
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
English (LSJ)
ἱππόμορφον, horse-shaped, horse-like, Pl.Phdr.253c.
German (Pape)
[Seite 1260] wie ein Pferd gestaltet, Plat. Phaedr. 253 c.
Russian (Dvoretsky)
ἱππόμορφος: имеющий образ коня, конеподобный Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόμορφος: -ον, ἔχων μορφὴν ἵππου, ὅμοιος ἵππῳ, Πλάτ. Φαῖδρ. 353C.
Greek Monolingual
ἱππόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή ίππου, όμοιος με ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -μορφος (< μορφή)].