ἱρωστί
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Ion. for ἱερωστί, in sacred fashion, Anacr.149.
German (Pape)
[Seite 1262] ion. = ἱερωστί.
Greek (Liddell-Scott)
ἱρωστί: Ἰων. ἀντὶ ἱερωστί, κατὰ ἱερὸν τρόπον, Ἀνακρ. 146.