ἱστουργικός
From LSJ
English (LSJ)
ἱστουργική, ἱστουργικόν, of weaving or for weaving, Poll. 7.35, 10.126 ; ἡ ἱ. (sc. τέχνη), = ἱστουρψία, Phld. Mus. p. 24 K. Adv. ἱστουργικῶς Poll. 7.35.
German (Pape)
[Seite 1271] ή, όν, zum Weben gehörig, geschickt, Schol. Il. 19, 332 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστουργικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἱστουργίαν, Πολυδ. Ζ΄, 35, Ι΄, 126· ἡ ἱστ. (ἐξυπ. τέχνη) = τῷ προηγ., Γρηγ. Ναζ. τ. 1. σ. 151C, ἔκδ. Βενεδ. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Ζ΄, 35.
Greek Monolingual
ἱστουργικός, -ή, -όν (Α) ιστουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιστουργό ή στην ιστουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱστουργική (ενν. τέχνη)
η υφαντική.