Ἰταλιωτικός
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ή, όν, v. sub Ἰταλικός.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d'Italiote.
Étymologie: Ἰταλιώτης.
Russian (Dvoretsky)
Ἰτᾰλιωτικός: (ῑτ) италиотскии, италийский (τράπεζαι Plat.; ὀνόματα Luc.).