ὀζεία

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

German (Pape)

[Seite 295] ἡ, erkl. Hesych. θεραπεία, verwandt mit ἄοζος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζεία: ἡ, = θεραπεία, Ἡσύχ. (Πιθ. συγγενὲς τῷ ἄοζος, ἀοζέω).

Greek Monolingual

ὀζεία (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θεραπεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζος (II) «κλάδος, βλαστός, γόνος, σύντροφος, θεράπων»].