ὀλιγοπόλιος

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοπόλιος Medium diacritics: ὀλιγοπόλιος Low diacritics: ολιγοπόλιος Capitals: ΟΛΙΓΟΠΟΛΙΟΣ
Transliteration A: oligopólios Transliteration B: oligopolios Transliteration C: oligopolios Beta Code: o)ligopo/lios

English (LSJ)

ὀλιγοπόλιον, with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.

German (Pape)

[Seite 321] mit wenigen, einzelnen grauen Haaren, Hesych. Erkl. von σπανιοπόλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.

Greek Monolingual

ὀλιγοπόλιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πολιός «γκρίζος»].