ὀλιγοπόλιος
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
ὀλιγοπόλιον, with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.
German (Pape)
[Seite 321] mit wenigen, einzelnen grauen Haaren, Hesych. Erkl. von σπανιοπόλιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγοπόλιος: -ον, ὁ ἔχων ἀραιὰν καὶ πολιὰν κόμην, Ἡσύχ. ἐν λ. σπανιοπόλιος.
Greek Monolingual
ὀλιγοπόλιος, -ον (Α)
αυτός που έχει αραιά γκρίζα μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + πολιός «γκρίζος»].