ὀλισθηρῶς
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
French (Bailly abrégé)
adv.
ὀλισθηρῶς ἔχειν πρός τι, glisser vers, être porté à.
Étymologie: ὀλισθηρός.
Russian (Dvoretsky)
ὀλισθηρῶς: скользко, неустойчиво: ὀ. ἔχειν πρός τι Plut. быть весьма склонным к чему-л.