ὁδοιδοκέω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 293] an den Wegen auflauern, ein Räuber sein, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοιδοκέω: παραμονεύω ἐν ταῖς ὁδοῖς, Διοδ. Ἐκλογ. 601. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὁδοιδοκεῖ· ὁδοσκοπεῖ», κατὰ δὲ Σουΐδ. «ὁδοιδοκῶ, τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ».
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιδοκέω: заниматься грабежом на дорогах, разбойничать на большой дороге Diod.