τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
adv.comme un voyageur.Étymologie: ὁδοιπόρος.
ὁδοιπορικῶς: по-дорожному, как путник (ἐσταλμένοι Plut.).